σάγματος

σάγματος
σάγμα
covering
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απόσαξη — η η αφαίρεση του σάγματος, του σαμαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποσάττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • επίσαξη — η (Α ἐπίσαξις) [επισάττω] νεοελλ. η τοποθέτηση σάγματος (σαμαριού) πάνω σε υποζύγιο, το σαμάρωμα αρχ. 1. επισώρευση 2. γέμισμα, παραγέμισμα …   Dictionary of Greek

  • κανθηλικός — κανθηλικός, ή, όν (Α) [κανθήλιον] αυτός που αναφέρεται στο κανθήλιο, στον όνο («τιμή σάγης κανθηλικῆς» αξία σάγματος, σαμαριού όνου] …   Dictionary of Greek

  • μπροστάρι — το το μπροστινό μέρος τού σάγματος, σε αντιδιαστολή προς το πιστάρι ή πισάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. άρι*] …   Dictionary of Greek

  • ουφίδρωμα — οὐφίδρωμα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ σάγματος ἡ πρὸς τῇ πλευρᾷ διφθέρα» …   Dictionary of Greek

  • σάγμα — το, ΝΜΑ, και σάχμα Α κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ) νεοελλ. καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται… …   Dictionary of Greek

  • τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”